- φιλόπονος
- φιλόπονοςlaboriousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόπονος — η, ο / φιλόπονος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόμοχθος, φίλεργος, εργατικός αρχ. 1. (για πράγμ. ή εγχείρημα) κοπιαστικός («νῦν δ ἐπειδὴ ὁ φιλοπονώτατος πόλεμος ἀναπέπαυται», Ξεν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπονον η φιλοπονία 3. φρ.… … Dictionary of Greek
φιλόπονος — η, ο επίρρ. α αυτός που αγαπάει την εργασία, φίλεργος, εργατικός, φιλότιμος στη δουλειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φιλόπονος, Ιωάννης — Γραμματικός και θεολόγος του 6ου αι., ο οποίος έζησε στην Αλεξάνδρεια. Ήταν μαθητής του Ερμεία και του Αμμωνίου. Διακρίθηκε ανάμεσα στους σπουδαιότερους απολογητές του μονοφυσιτισμού. Τα κυριότερα έργα του τιτλοφορούνται: Τονικά παραγγέλματα,… … Dictionary of Greek
φιλοπονώτερον — φιλόπονος laborious masc acc comp sg φιλόπονος laborious neut nom/voc/acc comp sg φιλόπονος laborious adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπονωτάτων — φιλόπονος laborious fem gen superl pl φιλόπονος laborious masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπονωτέρων — φιλόπονος laborious fem gen comp pl φιλόπονος laborious masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπονώτατα — φιλόπονος laborious adverbial superl φιλόπονος laborious neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπονώτατον — φιλόπονος laborious masc acc superl sg φιλόπονος laborious neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπόνω — φιλόπονος laborious masc/fem/neut nom/voc/acc dual φιλόπονος laborious masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπόνως — φιλόπονος laborious adverbial φιλόπονος laborious masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)